λάθηι — λάθῃ , λανθάνω escape notice aor subj mp 2nd sg λάθῃ , λανθάνω escape notice aor subj act 3rd sg λάθῃ , λανθάνω escape notice aor subj mid 2nd sg λά̱θῃ , λανθάνω escape notice pres subj mp 2nd sg (doric) λά̱θῃ , λανθάνω escape notice pres ind mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… … Dictionary of Greek
δοκίμιο — Λογοτεχνικό είδος που, ιστορικά, έχει τις ρίζες του στον 16o αι. και εμφανίστηκε σε εξαιρετικά ποικίλες μορφές στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος δ. (γαλλ. essai, αγγλ. essay) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1580, όταν o Μισέλ ντε Μοντέν εξέδωσε τo… … Dictionary of Greek
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
αλάθευτος — η, ο [λαθεύω] 1. αυτός που δεν κάνει λάθη, που δεν πέφτει σε σφάλματα, αλάθητος 2. αυτός που δεν αποτυγχάνει στον σκοπό του 3. αυτός που δεν διαπράττει αμαρτήματα, αναμάρτητος 4. αυτός που δεν περιέχει λάθη, αλάνθαστος … Dictionary of Greek
αλάθητο — Η λέξη προέρχεται από το στερητικό α και το ρήμα λανθάνω και σημαίνει τη δυνατότητα να μην κάνει κανείς σφάλματα, να μη λαθεύει, να μη σφάλλει. α. της Εκκλησίας. Διδασκαλία της Αγίας Γραφής και της ιερής παράδοσης, σύμφωνα με την οποία η Εκκλησία … Dictionary of Greek
αλάθητος — η, ο (Μ αλάθητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν κάνει λάθη, ο αλάθευτος 2. αυτός που δεν διαπράττει αμαρτήματα, ο αναμάρτητος 3. αυτός που δεν περιέχει λάθη, ο αλάνθαστος 4. το ουδ. ως ουσ. το αλάθητο* μσν. αυτός που δεν λησμονιέται ή δεν μπορεί… … Dictionary of Greek
αλάνθαστος — η, ο [λανθάνω] 1. αυτός που δεν περιέχει λάθη, αλάθευτος, άσφαλτος, σωστός 2. αυτός που δεν κάνει λάθη ή αμαρτήματα, αλάθητος, αναμάρτητος … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
γουότερ πόλο ή υδατοσφαίριση — (waterpolo).Αθλητικό παιχνίδι που παίζεται σε κολυμβητική δεξαμενή από δύο ομάδες με επτά παίκτες, που η καθεμία προσπαθεί να ρίξει την μπάλα στο τέρμα της αντίπαλης ομάδας. Νικήτρια αναδεικνύεται η ομάδα που στο τέλος του αγώνα κατορθώνει να… … Dictionary of Greek